- ουρανοφανής
- (I)ο(ορυκτ.) ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού ουρανίου και τού ασβεστίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Uranophan (< ουράνιο + -φανής < φαίνομαι)].————————(II)οὐρανοφανής, -ές (ΑΜ)αυτός που εμφανίζεται στον ουρανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.